- αναληπτικός
- -ή, -ό (Α ἀναληπτικός, -ή, -όν) [ἀναλαμβάνω](στην Ιατρ.)1. αυτός που συντελεί στην ανάρρωση, δυναμωτικός, τονωτικός2. (ο πληθυντικός τού ουδετέρου ως ουσιαστικό) τα αναλγητικά*νεοελλ.1. (για χρηματικές καταθέσεις) αυτός που επιστρέφεται σε πρώτη ζήτηση, που μπορεί να αναληφθεί αμέσως.
Dictionary of Greek. 2013.